- πτεροσαύρια
- (pterosauria). Τάξη ερπετών, που έχει εκλείψει. Xαρακτηρίζονταν για το μέγεθος του κεφαλιού τους και το μήκος του λαιμού τους, σε σχέση με το μικρό τους σώμα. Τα οστά τους είχαν αεροφόρες κοιλότητες, όπως των πουλιών και τα μπροστινά τους άκρα είχαν μεταβληθεί σε πτητικό όργανο, χωρίς όμως φτερά, αλλά μόνο μια δερμάτινη μεμβράνη (πατάγιο). Το μέγεθός τους είχε μεγάλη ποικιλία. Πολλά από αυτά ήταν λίγο μεγαλύτερα από σπουργίτια ενώ άλλα, με το άνοιγμα της πτητικής τους συσκευής, έφταναν τα 7 μ. Το δέρμα τους ήταν γυμνό. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε στρώματα της ραίτιας βαθμίδας και της κρητιδικής διάπλασης. Κυριότερα γένη ήταν ο ραμφόρυγχος και ο πτεροδάκτυλος.
Το απολιθωμένο πτερόσαυρο ραμφόρυγχος.
* * *τα, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη ιπτάμενων ερπετών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pterosauria (< πτερό + σαύρα)].
Dictionary of Greek. 2013.